- προσαντιβάλλω
- ΜΑμσν.προβάλλω κάτι ως άμυνααρχ.(σχετικά με έγγραφα) αντιπαραβάλλω προκειμένου να ελέγξω την ακρίβεια, συγκρίνω για εξακρίβωση γνησιότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀντιβάλλω «αντιπαραβάλλω, συγκρίνω χειρόγραφα ή κείμενα»].
Dictionary of Greek. 2013.